εκχύλιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκχύλιση | οι | εκχυλίσεις |
γενική | της | εκχύλισης* | των | εκχυλίσεων |
αιτιατική | την | εκχύλιση | τις | εκχυλίσεις |
κλητική | εκχύλιση | εκχυλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκχυλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκχύλιση θηλυκό
- (χημεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκχυλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκχύλιση
|