extract
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | extract |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extracts |
αόριστος | extracted |
παθητική μετοχή | extracted |
ενεργητική μετοχή | extracting |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαextract (en)
- βγάζω, αφαιρώ ή λαμβάνω μια ουσία από κάτι, για παράδειγμα χρησιμοποιώ μια βιομηχανική ή μια χημική διαδικασία
- ⮡ I extract oil from olives.
- Βγάζω λάδι από ελιές.
- ⮡ I extract oil from olives.
- (επίσημο) βγάζω κάτι, ειδικά όταν αυτό χρειάζεται δύναμη ή προσπάθεια
- ⮡ I extract a bad tooth.
- Βγάζω ένα χαλασμένο δόντι.
- ⮡ I extract the cork from a bottle.
- Βγάζω το φελλό από ένα μπουκάλι.
- ⮡ I extract a bad tooth.
- (μαθηματικά) εξάγω, βγάζω, αποτέλεσμα αριθμητικών πράξεων, λύση εξίσωσης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- extract στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- extract (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω