ενεστώτας extract
γ΄ ενικό ενεστώτα extracts
αόριστος extracted
παθητική μετοχή extracted
ενεργητική μετοχή extracting

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪksˈtɹækt/
  (ΗΠΑ)

extract (en)

  1. βγάζω, αφαιρώ ή λαμβάνω μια ουσία από κάτι, για παράδειγμα χρησιμοποιώ μια βιομηχανική ή μια χημική διαδικασία
    ⮡  I extract oil from olives.
    Βγάζω λάδι από ελιές.
  2. (επίσημο) βγάζω κάτι, ειδικά όταν αυτό χρειάζεται δύναμη ή προσπάθεια
    ⮡  I extract a bad tooth.
    Βγάζω ένα χαλασμένο δόντι.
    ⮡  I extract the cork from a bottle.
    Βγάζω το φελλό από ένα μπουκάλι.
  3. (μαθηματικά) εξάγω, βγάζω, αποτέλεσμα αριθμητικών πράξεων, λύση εξίσωσης

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • extract στην αγγλική Βικιπαίδεια