Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκφερόμενος η εκφερόμενη το εκφερόμενο
      γενική του εκφερόμενου της εκφερόμενης του εκφερόμενου
    αιτιατική τον εκφερόμενο την εκφερόμενη το εκφερόμενο
     κλητική εκφερόμενε εκφερόμενη εκφερόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκφερόμενοι οι εκφερόμενες τα εκφερόμενα
      γενική των εκφερόμενων των εκφερόμενων των εκφερόμενων
    αιτιατική τους εκφερόμενους τις εκφερόμενες τα εκφερόμενα
     κλητική εκφερόμενοι εκφερόμενες εκφερόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφερόμενος < εκφέρω(εκφορά) + -όμενος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Μετοχή επεξεργασία

εκφερόμενος, -η, -ο

  1. ο απομακρυνόμενος, απομακρυνόμενος ή αποστελλόμενος
  2. ο λεγόμενος, αυτός που λέγεται
  3. μεταφερόμενος προς τον τάφο νεκρός, τα μεταφερόμενα λείψανα και η εικόνα Αγίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία