Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτρεφόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκτρεφόμεν
ος
η
εκτρεφόμεν
η
το
εκτρεφόμεν
ο
γενική
του
εκτρεφόμεν
ου
της
εκτρεφόμεν
ης
του
εκτρεφόμεν
ου
αιτιατική
τον
εκτρεφόμεν
ο
την
εκτρεφόμεν
η
το
εκτρεφόμεν
ο
κλητική
εκτρεφόμεν
ε
εκτρεφόμεν
η
εκτρεφόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκτρεφόμεν
οι
οι
εκτρεφόμεν
ες
τα
εκτρεφόμεν
α
γενική
των
εκτρεφόμεν
ων
των
εκτρεφόμεν
ων
των
εκτρεφόμεν
ων
αιτιατική
τους
εκτρεφόμεν
ους
τις
εκτρεφόμεν
ες
τα
εκτρεφόμεν
α
κλητική
εκτρεφόμεν
οι
εκτρεφόμεν
ες
εκτρεφόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εκτρεφόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
εκτρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτρεφόμενος