Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτρεφόμενος η εκτρεφόμενη το εκτρεφόμενο
      γενική του εκτρεφόμενου της εκτρεφόμενης του εκτρεφόμενου
    αιτιατική τον εκτρεφόμενο την εκτρεφόμενη το εκτρεφόμενο
     κλητική εκτρεφόμενε εκτρεφόμενη εκτρεφόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτρεφόμενοι οι εκτρεφόμενες τα εκτρεφόμενα
      γενική των εκτρεφόμενων των εκτρεφόμενων των εκτρεφόμενων
    αιτιατική τους εκτρεφόμενους τις εκτρεφόμενες τα εκτρεφόμενα
     κλητική εκτρεφόμενοι εκτρεφόμενες εκτρεφόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

εκτρεφόμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία