↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτουρκισμένος η εκτουρκισμένη το εκτουρκισμένο
      γενική του εκτουρκισμένου της εκτουρκισμένης του εκτουρκισμένου
    αιτιατική τον εκτουρκισμένο την εκτουρκισμένη το εκτουρκισμένο
     κλητική εκτουρκισμένε εκτουρκισμένη εκτουρκισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτουρκισμένοι οι εκτουρκισμένες τα εκτουρκισμένα
      γενική των εκτουρκισμένων των εκτουρκισμένων των εκτουρκισμένων
    αιτιατική τους εκτουρκισμένους τις εκτουρκισμένες τα εκτουρκισμένα
     κλητική εκτουρκισμένοι εκτουρκισμένες εκτουρκισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτουρκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτουρκίζω

εκτουρκισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκτουρκίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία