εκτουρκισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκτουρκισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτουρκίζω
Μετοχή
επεξεργασίαεκτουρκισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκτουρκίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκτουρκισμένος
|
εκτουρκισμένος, -η, -ο
|