εκτουρκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεκτουρκίζω
- αλλάζω έναν άνθρωπο, έναν λαό και τον κάνω να αποκτήσει χαρακτηριστικά του πολιτισμού, της γλώσσας, Τούρκου.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκτουρκίζω | εκτούρκιζα | θα εκτουρκίζω | να εκτουρκίζω | εκτουρκίζοντας | |
β' ενικ. | εκτουρκίζεις | εκτούρκιζες | θα εκτουρκίζεις | να εκτουρκίζεις | εκτούρκιζε | |
γ' ενικ. | εκτουρκίζει | εκτούρκιζε | θα εκτουρκίζει | να εκτουρκίζει | ||
α' πληθ. | εκτουρκίζουμε | εκτουρκίζαμε | θα εκτουρκίζουμε | να εκτουρκίζουμε | ||
β' πληθ. | εκτουρκίζετε | εκτουρκίζατε | θα εκτουρκίζετε | να εκτουρκίζετε | εκτουρκίζετε | |
γ' πληθ. | εκτουρκίζουν(ε) | εκτούρκιζαν εκτουρκίζαν(ε) |
θα εκτουρκίζουν(ε) | να εκτουρκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκτούρκισα | θα εκτουρκίσω | να εκτουρκίσω | εκτουρκίσει | ||
β' ενικ. | εκτούρκισες | θα εκτουρκίσεις | να εκτουρκίσεις | εκτούρκισε | ||
γ' ενικ. | εκτούρκισε | θα εκτουρκίσει | να εκτουρκίσει | |||
α' πληθ. | εκτουρκίσαμε | θα εκτουρκίσουμε | να εκτουρκίσουμε | |||
β' πληθ. | εκτουρκίσατε | θα εκτουρκίσετε | να εκτουρκίσετε | εκτουρκίστε | ||
γ' πληθ. | εκτούρκισαν εκτουρκίσαν(ε) |
θα εκτουρκίσουν(ε) | να εκτουρκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκτουρκίσει | είχα εκτουρκίσει | θα έχω εκτουρκίσει | να έχω εκτουρκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκτουρκίσει | είχες εκτουρκίσει | θα έχεις εκτουρκίσει | να έχεις εκτουρκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκτουρκίσει | είχε εκτουρκίσει | θα έχει εκτουρκίσει | να έχει εκτουρκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκτουρκίσει | είχαμε εκτουρκίσει | θα έχουμε εκτουρκίσει | να έχουμε εκτουρκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκτουρκίσει | είχατε εκτουρκίσει | θα έχετε εκτουρκίσει | να έχετε εκτουρκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκτουρκίσει | είχαν εκτουρκίσει | θα έχουν εκτουρκίσει | να έχουν εκτουρκίσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκτουρκίζω
|