Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκτεχνίκευση οι εκτεχνικεύσεις
      γενική της εκτεχνίκευσης* των εκτεχνικεύσεων
    αιτιατική την εκτεχνίκευση τις εκτεχνικεύσεις
     κλητική εκτεχνίκευση εκτεχνικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτεχνικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτεχνίκευση < εκτεχνικεύω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκτεχνίκευση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία