Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτεχνικεύω < εκ- + τεχνική + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

εκτεχνικεύω θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία