εκπροσωπημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκπροσωπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπροσωπώ
Μετοχή επεξεργασία
εκπροσωπημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκπροσωπώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκπροσωπημένος
|
εκπροσωπημένος, -η, -ο
|