Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπονημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκπονημέν
ος
η
εκπονημέν
η
το
εκπονημέν
ο
γενική
του
εκπονημέν
ου
της
εκπονημέν
ης
του
εκπονημέν
ου
αιτιατική
τον
εκπονημέν
ο
την
εκπονημέν
η
το
εκπονημέν
ο
κλητική
εκπονημέν
ε
εκπονημέν
η
εκπονημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκπονημέν
οι
οι
εκπονημέν
ες
τα
εκπονημέν
α
γενική
των
εκπονημέν
ων
των
εκπονημέν
ων
των
εκπονημέν
ων
αιτιατική
τους
εκπονημέν
ους
τις
εκπονημέν
ες
τα
εκπονημέν
α
κλητική
εκπονημέν
οι
εκπονημέν
ες
εκπονημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκπονημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκπονώ
Μετοχή
επεξεργασία
εκπονημένος -η -ο
σχεδιασμένος
,
μελετημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκπονημένος