Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπονημένος η εκπονημένη το εκπονημένο
      γενική του εκπονημένου της εκπονημένης του εκπονημένου
    αιτιατική τον εκπονημένο την εκπονημένη το εκπονημένο
     κλητική εκπονημένε εκπονημένη εκπονημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπονημένοι οι εκπονημένες τα εκπονημένα
      γενική των εκπονημένων των εκπονημένων των εκπονημένων
    αιτιατική τους εκπονημένους τις εκπονημένες τα εκπονημένα
     κλητική εκπονημένοι εκπονημένες εκπονημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπονώ


  Μετοχή επεξεργασία

εκπονημένος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία