Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπονώ < αρχαία ελληνική ἐκπονέω, -ῶ < ἐκ + πόνος ("κόπος")

  Ρήμα επεξεργασία

εκπονώ, πρτ.: εκπονούσα, στ.μέλλ.: θα εκπονήσω, αόρ.: εκπόνησα, παθ.φωνή: εκπονούμαι, μτχ.π.π.: εκπονημένος

  1. (μεταβατικό) ασχολούμαι συστηματικά και με ιδιαίτερη φροντίδα με την παραγωγή (πνευματικού συνήθως) έργου
    οι απόφοιτοι της σχολής παίρνουν το πτυχίο τους, αφού εκπονήσουν διπλωματική εργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία