Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπέσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εκπεστέος
,
εκπιπτέος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκπέσιμ
ος
η
εκπέσιμ
η
το
εκπέσιμ
ο
γενική
του
εκπέσιμ
ου
της
εκπέσιμ
ης
του
εκπέσιμ
ου
αιτιατική
τον
εκπέσιμ
ο
την
εκπέσιμ
η
το
εκπέσιμ
ο
κλητική
εκπέσιμ
ε
εκπέσιμ
η
εκπέσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκπέσιμ
οι
οι
εκπέσιμ
ες
τα
εκπέσιμ
α
γενική
των
εκπέσιμ
ων
των
εκπέσιμ
ων
των
εκπέσιμ
ων
αιτιατική
τους
εκπέσιμ
ους
τις
εκπέσιμ
ες
τα
εκπέσιμ
α
κλητική
εκπέσιμ
οι
εκπέσιμ
ες
εκπέσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκπέσιμος
<
εκπίπτω
+
-σιμος
Επίθετο
επεξεργασία
εκπέσιμος
που είναι
δυνατόν
να
εκπέσει
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκπίπτω
και
πέφτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκπέσιμος
αγγλικά
:
deductible
(en)