Δείτε επίσης: εκπέσιμος, εκπεστέος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπιπτέος η εκπιπτέα το εκπιπτέο
      γενική του εκπιπτέου της εκπιπτέας του εκπιπτέου
    αιτιατική τον εκπιπτέο την εκπιπτέα το εκπιπτέο
     κλητική εκπιπτέε εκπιπτέα εκπιπτέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπιπτέοι οι εκπιπτέες τα εκπιπτέα
      γενική των εκπιπτέων των εκπιπτέων των εκπιπτέων
    αιτιατική τους εκπιπτέους τις εκπιπτέες τα εκπιπτέα
     κλητική εκπιπτέοι εκπιπτέες εκπιπτέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπιπτέος < εκπίπτω + -τέος

  Επίθετο επεξεργασία

εκπιπτέος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία