↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκμηχάνιση οι εκμηχανίσεις
      γενική της εκμηχάνισης* των εκμηχανίσεων
    αιτιατική την εκμηχάνιση τις εκμηχανίσεις
     κλητική εκμηχάνιση εκμηχανίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκμηχανίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκμηχάνιση < εκμηχανίζω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) mécanisation)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκμηχάνιση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία