εκλογικευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκλογικευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκλογικεύω
Μετοχή επεξεργασία
εκλογικευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκλογικεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκλογικευμένος
|
εκλογικευμένος, -η, -ο
|