Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκκριμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκκριμέν
ος
η
εκκριμέν
η
το
εκκριμέν
ο
γενική
του
εκκριμέν
ου
της
εκκριμέν
ης
του
εκκριμέν
ου
αιτιατική
τον
εκκριμέν
ο
την
εκκριμέν
η
το
εκκριμέν
ο
κλητική
εκκριμέν
ε
εκκριμέν
η
εκκριμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκκριμέν
οι
οι
εκκριμέν
ες
τα
εκκριμέν
α
γενική
των
εκκριμέν
ων
των
εκκριμέν
ων
των
εκκριμέν
ων
αιτιατική
τους
εκκριμέν
ους
τις
εκκριμέν
ες
τα
εκκριμέν
α
κλητική
εκκριμέν
οι
εκκριμέν
ες
εκκριμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκκριμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκκρίνω
Μετοχή
επεξεργασία
εκκριμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εκκρίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκκριμένος