Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκινήσιμος η εκκινήσιμη το εκκινήσιμο
      γενική του εκκινήσιμου της εκκινήσιμης του εκκινήσιμου
    αιτιατική τον εκκινήσιμο την εκκινήσιμη το εκκινήσιμο
     κλητική εκκινήσιμε εκκινήσιμη εκκινήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκινήσιμοι οι εκκινήσιμες τα εκκινήσιμα
      γενική των εκκινήσιμων των εκκινήσιμων των εκκινήσιμων
    αιτιατική τους εκκινήσιμους τις εκκινήσιμες τα εκκινήσιμα
     κλητική εκκινήσιμοι εκκινήσιμες εκκινήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκκινήσιμος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bootable

  Επίθετο επεξεργασία

εκκινήσιμος, -η, -ο

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία