↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκδιωγμένος η εκδιωγμένη το εκδιωγμένο
      γενική του εκδιωγμένου της εκδιωγμένης του εκδιωγμένου
    αιτιατική τον εκδιωγμένο την εκδιωγμένη το εκδιωγμένο
     κλητική εκδιωγμένε εκδιωγμένη εκδιωγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκδιωγμένοι οι εκδιωγμένες τα εκδιωγμένα
      γενική των εκδιωγμένων των εκδιωγμένων των εκδιωγμένων
    αιτιατική τους εκδιωγμένους τις εκδιωγμένες τα εκδιωγμένα
     κλητική εκδιωγμένοι εκδιωγμένες εκδιωγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδιωγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκδιώκω

εκδιωγμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκδιώκω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία