Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκδιωγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκδιωγμέν
ος
η
εκδιωγμέν
η
το
εκδιωγμέν
ο
γενική
του
εκδιωγμέν
ου
της
εκδιωγμέν
ης
του
εκδιωγμέν
ου
αιτιατική
τον
εκδιωγμέν
ο
την
εκδιωγμέν
η
το
εκδιωγμέν
ο
κλητική
εκδιωγμέν
ε
εκδιωγμέν
η
εκδιωγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκδιωγμέν
οι
οι
εκδιωγμέν
ες
τα
εκδιωγμέν
α
γενική
των
εκδιωγμέν
ων
των
εκδιωγμέν
ων
των
εκδιωγμέν
ων
αιτιατική
τους
εκδιωγμέν
ους
τις
εκδιωγμέν
ες
τα
εκδιωγμέν
α
κλητική
εκδιωγμέν
οι
εκδιωγμέν
ες
εκδιωγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκδιωγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκδιώκω
Μετοχή
επεξεργασία
εκδιωγμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εκδιώκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκδιωγμένος