Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκδικασμένος η εκδικασμένη το εκδικασμένο
      γενική του εκδικασμένου της εκδικασμένης του εκδικασμένου
    αιτιατική τον εκδικασμένο την εκδικασμένη το εκδικασμένο
     κλητική εκδικασμένε εκδικασμένη εκδικασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκδικασμένοι οι εκδικασμένες τα εκδικασμένα
      γενική των εκδικασμένων των εκδικασμένων των εκδικασμένων
    αιτιατική τους εκδικασμένους τις εκδικασμένες τα εκδικασμένα
     κλητική εκδικασμένοι εκδικασμένες εκδικασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδικασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκδικάζω

  Μετοχή επεξεργασία

εκδικασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκδικάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία