↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκγυμνασμένος η εκγυμνασμένη το εκγυμνασμένο
      γενική του εκγυμνασμένου της εκγυμνασμένης του εκγυμνασμένου
    αιτιατική τον εκγυμνασμένο την εκγυμνασμένη το εκγυμνασμένο
     κλητική εκγυμνασμένε εκγυμνασμένη εκγυμνασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκγυμνασμένοι οι εκγυμνασμένες τα εκγυμνασμένα
      γενική των εκγυμνασμένων των εκγυμνασμένων των εκγυμνασμένων
    αιτιατική τους εκγυμνασμένους τις εκγυμνασμένες τα εκγυμνασμένα
     κλητική εκγυμνασμένοι εκγυμνασμένες εκγυμνασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκγυμνασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκγυμνάζω

εκγυμνασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία