εκβιομηχανισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκβιομηχανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκβιομηχανίζω
Μετοχή
επεξεργασίαεκβιομηχανισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκβιομηχανίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκβιομηχανισμένος
|