Ετυμολογία

επεξεργασία
εκβιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκβιάζω (< ἐκ (εκ-) + βιάζω < βία)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.viˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκ‐βι‐ά‐ζω

εκβιάζω, αόρ.: εκβίασα/εξεβίασα, παθ.φωνή: εκβιάζομαι, π.αόρ.: εκβιάστηκα/εκβιάσθηκα, μτχ.π.π.: εκβιασμένος

  1. αναγκάζω με απειλές ή άλλα μέσα κάποιον να κάνει ακούσια κάτι
  2. ωθώ, πιέζω, αποσπώ

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις εκ, βιάζω και βία

Και λόγιος ενεργητικός αόριστος: εξεβίασα

Και λόγιος παθητικοί τύποι: εκβιασθώ, εκβιάσθηκα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία