εκβιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκβιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐκβιάζω (< ἐκ (εκ-) + βιάζω < βία)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.viˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐βι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαεκβιάζω, αόρ.: εκβίασα/εξεβίασα, παθ.φωνή: εκβιάζομαι, π.αόρ.: εκβιάστηκα/εκβιάσθηκα, μτχ.π.π.: εκβιασμένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εκ, βιάζω και βία
Κλίση
επεξεργασίαΚαι λόγιος ενεργητικός αόριστος: εξεβίασα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκβιάζω | εκβίαζα | θα εκβιάζω | να εκβιάζω | εκβιάζοντας | |
β' ενικ. | εκβιάζεις | εκβίαζες | θα εκβιάζεις | να εκβιάζεις | εκβίαζε | |
γ' ενικ. | εκβιάζει | εκβίαζε | θα εκβιάζει | να εκβιάζει | ||
α' πληθ. | εκβιάζουμε | εκβιάζαμε | θα εκβιάζουμε | να εκβιάζουμε | ||
β' πληθ. | εκβιάζετε | εκβιάζατε | θα εκβιάζετε | να εκβιάζετε | εκβιάζετε | |
γ' πληθ. | εκβιάζουν(ε) | εκβίαζαν εκβιάζαν(ε) |
θα εκβιάζουν(ε) | να εκβιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκβίασα | θα εκβιάσω | να εκβιάσω | εκβιάσει | ||
β' ενικ. | εκβίασες | θα εκβιάσεις | να εκβιάσεις | εκβίασε | ||
γ' ενικ. | εκβίασε | θα εκβιάσει | να εκβιάσει | |||
α' πληθ. | εκβιάσαμε | θα εκβιάσουμε | να εκβιάσουμε | |||
β' πληθ. | εκβιάσατε | θα εκβιάσετε | να εκβιάσετε | εκβιάστε | ||
γ' πληθ. | εκβίασαν εκβιάσαν(ε) |
θα εκβιάσουν(ε) | να εκβιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκβιάσει | είχα εκβιάσει | θα έχω εκβιάσει | να έχω εκβιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκβιάσει | είχες εκβιάσει | θα έχεις εκβιάσει | να έχεις εκβιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκβιάσει | είχε εκβιάσει | θα έχει εκβιάσει | να έχει εκβιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκβιάσει | είχαμε εκβιάσει | θα έχουμε εκβιάσει | να έχουμε εκβιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκβιάσει | είχατε εκβιάσει | θα έχετε εκβιάσει | να έχετε εκβιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκβιάσει | είχαν εκβιάσει | θα έχουν εκβιάσει | να έχουν εκβιάσει |
|
Και λόγιος παθητικοί τύποι: εκβιασθώ, εκβιάσθηκα
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκβιάζομαι | εκβιαζόμουν(α) | θα εκβιάζομαι | να εκβιάζομαι | ||
β' ενικ. | εκβιάζεσαι | εκβιαζόσουν(α) | θα εκβιάζεσαι | να εκβιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | εκβιάζεται | εκβιαζόταν(ε) | θα εκβιάζεται | να εκβιάζεται | ||
α' πληθ. | εκβιαζόμαστε | εκβιαζόμαστε εκβιαζόμασταν |
θα εκβιαζόμαστε | να εκβιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκβιάζεστε | εκβιαζόσαστε εκβιαζόσασταν |
θα εκβιάζεστε | να εκβιάζεστε | (εκβιάζεστε) | |
γ' πληθ. | εκβιάζονται | εκβιάζονταν εκβιαζόντουσαν |
θα εκβιάζονται | να εκβιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκβιάστηκα | θα εκβιαστώ | να εκβιαστώ | εκβιαστεί | ||
β' ενικ. | εκβιάστηκες | θα εκβιαστείς | να εκβιαστείς | εκβιάσου | ||
γ' ενικ. | εκβιάστηκε | θα εκβιαστεί | να εκβιαστεί | |||
α' πληθ. | εκβιαστήκαμε | θα εκβιαστούμε | να εκβιαστούμε | |||
β' πληθ. | εκβιαστήκατε | θα εκβιαστείτε | να εκβιαστείτε | εκβιαστείτε | ||
γ' πληθ. | εκβιάστηκαν εκβιαστήκαν(ε) |
θα εκβιαστούν(ε) | να εκβιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκβιαστεί | είχα εκβιαστεί | θα έχω εκβιαστεί | να έχω εκβιαστεί | εκβιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκβιαστεί | είχες εκβιαστεί | θα έχεις εκβιαστεί | να έχεις εκβιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκβιαστεί | είχε εκβιαστεί | θα έχει εκβιαστεί | να έχει εκβιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκβιαστεί | είχαμε εκβιαστεί | θα έχουμε εκβιαστεί | να έχουμε εκβιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκβιαστεί | είχατε εκβιαστεί | θα έχετε εκβιαστεί | να έχετε εκβιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκβιαστεί | είχαν εκβιαστεί | θα έχουν εκβιαστεί | να έχουν εκβιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκβιασμένος - είμαστε, είστε, είναι εκβιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκβιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκβιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκβιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκβιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκβιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκβιασμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκβιάζω
Πηγές
επεξεργασία- εκβιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας