Ετυμολογία

επεξεργασία

εκβιάζω, αόρ.: εκβίασα/εξεβίασα, παθ.φωνή: εκβιάζομαι, π.αόρ.: εκβιάστηκα/εκβιάσθηκα, μτχ.π.π.: εκβιασμένος

  1. αναγκάζω με απειλές ή άλλα μέσα κάποιον να κάνει ακούσια κάτι
  2. ωθώ, πιέζω, αποσπώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Και λόγιος ενεργητικός αόριστος: εξεβίασα

Και λόγιος παθητικοί τύποι: εκβιασθώ, εκβιάσθηκα

Μεταφράσεις

επεξεργασία