εκβιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.viˈa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐βι‐ά‐ζο‐μαι
- ομόηχο: εκβιάζομε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαεκβιάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκβιάζω
Κλίση
επεξεργασία→ δείτε το ενεργητικό εκβιάζω