εκβίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκβίαση | οι | εκβιάσεις |
γενική | της | εκβίασης* | των | εκβιάσεων |
αιτιατική | την | εκβίαση | τις | εκβιάσεις |
κλητική | εκβίαση | εκβιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκβιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκβίαση θηλυκό
- άλλη μορφή του εκβιασμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκβίαση
|