zwingen
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαzwingen (de) jdn. (παρατατικός: zwang, μετοχή παρακειμένου: gezwungen)
- Du kannst mich nicht dazu zwingen! - Δεν μπορείς να με αναγκάσεις σ' αυτό!
zwingen (de) jdn. (παρατατικός: zwang, μετοχή παρακειμένου: gezwungen)