Προφορά

επεξεργασία
 
 

nötigen (de) jdn. (Präteritum: nötigte, Partizip II: genötigt)

Die Eltern sollen ihre Kinder nie zum Essen nötigen! Οι γονείς δεν πρέπει ποτέ να καταναγκάζουν τα παιδιά τους να τρώνε!'

Συνώνυμα

επεξεργασία