εκβιαστικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκβιαστικώς < εκβιαστικός + -ώς
Επίρρημα επεξεργασία
εκβιαστικώς
- άλλη μορφή του εκβιαστικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκβιαστικώς
|
Δείτε επίσης : εκβιαστικός, ἐκβιαστικός |
εκβιαστικώς
|