εικονοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εικονοσκόπιο | τα | εικονοσκόπια |
γενική | του | εικονοσκόπιου & εικονοσκοπίου |
των | εικονοσκόπιων & εικονοσκοπίων |
αιτιατική | το | εικονοσκόπιο | τα | εικονοσκόπια |
κλητική | εικονοσκόπιο | εικονοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εικονοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική iconoscope < αρχαία ελληνική εἰκών + -ο- + -σκόπιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεικονοσκόπιο ουδέτερο
- (τεχνολογία) ηλεκτρονική συσκευή σε κάμερα που ανιχνεύει και αναλύει σήμα από ακτίνες φωτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εικονοσκόπιο