Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εικαζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εικαζόμεν
ος
η
εικαζόμεν
η
το
εικαζόμεν
ο
γενική
του
εικαζόμεν
ου
της
εικαζόμεν
ης
του
εικαζόμεν
ου
αιτιατική
τον
εικαζόμεν
ο
την
εικαζόμεν
η
το
εικαζόμεν
ο
κλητική
εικαζόμεν
ε
εικαζόμεν
η
εικαζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εικαζόμεν
οι
οι
εικαζόμεν
ες
τα
εικαζόμεν
α
γενική
των
εικαζόμεν
ων
των
εικαζόμεν
ων
των
εικαζόμεν
ων
αιτιατική
τους
εικαζόμεν
ους
τις
εικαζόμεν
ες
τα
εικαζόμεν
α
κλητική
εικαζόμεν
οι
εικαζόμεν
ες
εικαζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εικαζόμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
εικάζω
Μετοχή
επεξεργασία
εικαζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
εικάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εικαζόμενος