Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικαζόμενος η εικαζόμενη το εικαζόμενο
      γενική του εικαζόμενου της εικαζόμενης του εικαζόμενου
    αιτιατική τον εικαζόμενο την εικαζόμενη το εικαζόμενο
     κλητική εικαζόμενε εικαζόμενη εικαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικαζόμενοι οι εικαζόμενες τα εικαζόμενα
      γενική των εικαζόμενων των εικαζόμενων των εικαζόμενων
    αιτιατική τους εικαζόμενους τις εικαζόμενες τα εικαζόμενα
     κλητική εικαζόμενοι εικαζόμενες εικαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εικαζόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εικάζω

  Μετοχή επεξεργασία

εικαζόμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία