ειδοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ειδοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ειδοποιώ, ειδοποιούμαι
Μετοχή επεξεργασία
ειδοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ειδοποιούμαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειδοποιημένος
|