↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειδοποιημένος η ειδοποιημένη το ειδοποιημένο
      γενική του ειδοποιημένου της ειδοποιημένης του ειδοποιημένου
    αιτιατική τον ειδοποιημένο την ειδοποιημένη το ειδοποιημένο
     κλητική ειδοποιημένε ειδοποιημένη ειδοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδοποιημένοι οι ειδοποιημένες τα ειδοποιημένα
      γενική των ειδοποιημένων των ειδοποιημένων των ειδοποιημένων
    αιτιατική τους ειδοποιημένους τις ειδοποιημένες τα ειδοποιημένα
     κλητική ειδοποιημένοι ειδοποιημένες ειδοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ειδοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ειδοποιώ, ειδοποιούμαι

ειδοποιημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ειδοποιούμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία