εγκόλπιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εγκόλπιο | τα | εγκόλπια |
γενική | του | εγκολπίου & εγκόλπιου |
των | εγκολπίων & εγκόλπιων |
αιτιατική | το | εγκόλπιο | τα | εγκόλπια |
κλητική | εγκόλπιο | εγκόλπια | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εγκόλπιο < απόδοση στο μονοτονικό της λέξης: ἐγκόλπιο < ἐγκόλπιον < αρχαία ελληνική ἐγκόλπιος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εγκόλπιο ουδέτερο
- βιβλίο που περιέχει οδηγίες και κανονισμούς για μια συγκεκριμένη τέχνη ή επιστήμη σε απλή και κατανοητή γλώσσα
- (κατ' επέκταση) οτιδήποτε θεωρητικά έχει βασικές οδηγίες για συγκεκριμένη πράξη ή συμπεριφορά
- κόσμημα ή άλλο διακριτικό σήμα που κρεμιέται στο λαιμό και φτάνει περίπου στο μέσο του στήθους
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εγκόλπιο