εγκόλπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εγκόλπιο | τα | εγκόλπια |
γενική | του | εγκόλπιου & εγκολπίου |
των | εγκόλπιων & εγκολπίων |
αιτιατική | το | εγκόλπιο | τα | εγκόλπια |
κλητική | εγκόλπιο | εγκόλπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εγκόλπιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐγκόλπιον < ελληνιστική κοινή ἐγκόλπιος
- (βιβλίο) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική vade-mecum[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eŋˈgol.pi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκόλ‐πι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεγκόλπιο ουδέτερο
- βιβλίο που περιέχει οδηγίες και κανονισμούς για μια συγκεκριμένη τέχνη ή επιστήμη σε απλή και κατανοητή γλώσσα
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε θεωρητικά έχει βασικές οδηγίες για συγκεκριμένη πράξη ή συμπεριφορά
- κόσμημα ή άλλο διακριτικό σήμα που κρεμιέται στο λαιμό και φτάνει περίπου στο μέσο του στήθους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εγκόλπιο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εγκόλπιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας