Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκόλλητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγκόλλητ
ος
η
εγκόλλητ
η
το
εγκόλλητ
ο
γενική
του
εγκόλλητ
ου
της
εγκόλλητ
ης
του
εγκόλλητ
ου
αιτιατική
τον
εγκόλλητ
ο
την
εγκόλλητ
η
το
εγκόλλητ
ο
κλητική
εγκόλλητ
ε
εγκόλλητ
η
εγκόλλητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγκόλλητ
οι
οι
εγκόλλητ
ες
τα
εγκόλλητ
α
γενική
των
εγκόλλητ
ων
των
εγκόλλητ
ων
των
εγκόλλητ
ων
αιτιατική
τους
εγκόλλητ
ους
τις
εγκόλλητ
ες
τα
εγκόλλητ
α
κλητική
εγκόλλητ
οι
εγκόλλητ
ες
εγκόλλητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκόλλητος
<
εγκολλ(ώ)
+
-ητος
Επίθετο
επεξεργασία
εγκόλλητος, -η, -ο
που έχει
εγκολλήσει
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εγκολλώ
,
εν
,
κολλώ
και
κόλλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκόλλητος