εγκαταβίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκαταβίωση | οι | εγκαταβιώσεις |
γενική | της | εγκαταβίωσης* | των | εγκαταβιώσεων |
αιτιατική | την | εγκαταβίωση | τις | εγκαταβιώσεις |
κλητική | εγκαταβίωση | εγκαταβιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταβιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εγκαταβίωση < εγκαταβιώ(νω) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεγκαταβίωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού εγκαταβιώνω
- (ειδικότερα) (θρησκεία) η μόνιμη εγκατάσταση και παραμονή σε μοναστήρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκαταβίωση
|