εγκαταβιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκαταβιώνω < ελληνιστική κοινή ἐγκαταβιόω / ἐγκαταβιῶ < αρχαία ελληνική ἐν + καταβιόω / καταβιῶ < κατά + βιόω / βιῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεγκαταβιώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- εγκαταβίωση
- → δείτε τη λέξη βίος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκαταβιώνω | εγκαταβίωνα | θα εγκαταβιώνω | να εγκαταβιώνω | εγκαταβιώνοντας | |
β' ενικ. | εγκαταβιώνεις | εγκαταβίωνες | θα εγκαταβιώνεις | να εγκαταβιώνεις | εγκαταβίωνε | |
γ' ενικ. | εγκαταβιώνει | εγκαταβίωνε | θα εγκαταβιώνει | να εγκαταβιώνει | ||
α' πληθ. | εγκαταβιώνουμε | εγκαταβιώναμε | θα εγκαταβιώνουμε | να εγκαταβιώνουμε | ||
β' πληθ. | εγκαταβιώνετε | εγκαταβιώνατε | θα εγκαταβιώνετε | να εγκαταβιώνετε | εγκαταβιώνετε | |
γ' πληθ. | εγκαταβιώνουν(ε) | εγκαταβίωναν εγκαταβιώναν(ε) |
θα εγκαταβιώνουν(ε) | να εγκαταβιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκαταβίωσα | θα εγκαταβιώσω | να εγκαταβιώσω | εγκαταβιώσει | ||
β' ενικ. | εγκαταβίωσες | θα εγκαταβιώσεις | να εγκαταβιώσεις | εγκαταβίωσε | ||
γ' ενικ. | εγκαταβίωσε | θα εγκαταβιώσει | να εγκαταβιώσει | |||
α' πληθ. | εγκαταβιώσαμε | θα εγκαταβιώσουμε | να εγκαταβιώσουμε | |||
β' πληθ. | εγκαταβιώσατε | θα εγκαταβιώσετε | να εγκαταβιώσετε | εγκαταβιώστε | ||
γ' πληθ. | εγκαταβίωσαν εγκαταβιώσαν(ε) |
θα εγκαταβιώσουν(ε) | να εγκαταβιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγκαταβιώσει | είχα εγκαταβιώσει | θα έχω εγκαταβιώσει | να έχω εγκαταβιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εγκαταβιώσει | είχες εγκαταβιώσει | θα έχεις εγκαταβιώσει | να έχεις εγκαταβιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εγκαταβιώσει | είχε εγκαταβιώσει | θα έχει εγκαταβιώσει | να έχει εγκαταβιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκαταβιώσει | είχαμε εγκαταβιώσει | θα έχουμε εγκαταβιώσει | να έχουμε εγκαταβιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εγκαταβιώσει | είχατε εγκαταβιώσει | θα έχετε εγκαταβιώσει | να έχετε εγκαταβιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκαταβιώσει | είχαν εγκαταβιώσει | θα έχουν εγκαταβιώσει | να έχουν εγκαταβιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκαταβιώνω
|