Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκαταβιώνω < ελληνιστική κοινή ἐγκαταβιόω / ἐγκαταβιῶ < αρχαία ελληνική ἐν + καταβιόω / καταβιῶ < κατά + βιόω / βιῶ

  Ρήμα επεξεργασία

εγκαταβιώνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία