εβραϊκότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εβραϊκότητα < εβραϊκός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Jewishness)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εβραϊκότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος Εβραίος, να έχει την εβραϊκή (θρησκευτική, γλωσσική, πολιτισμική κ.λπ.) ταυτότητα
- ※ Συζήτηση για τις προσλήψεις της εβραϊκότητας μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη συνύπαρξη εθνοτικών ομάδων (Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι), τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσά τους, και εν γένει το ρόλο της εθνοτικής ομάδας μέσα στην αυτοκρατορία. (*)