δύσχιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δύσχιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδύσχιμος, -ος, -ον
- ταραχώδης, τρικυμιώδης
- (για καιρικές συνθήκες) άγριος, επικίνδυνος, σφοδρός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 186 (185-186)
- ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι | σταγόνες ἄφαρκτοι δυσχίμου πλημυρίδος,
- κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλες, | αβάσταγες, σα χειμωνιάτικης πλημμύρας,
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι | σταγόνες ἄφαρκτοι δυσχίμου πλημυρίδος,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 15 (15-16)
- Βάκτριά τε τείχη τήν τε δύσχιμον χθόνα | Μήδων
- και τα Βάκτρια τείχη και την άγρια χώρα | των Μήδων
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- Βάκτριά τε τείχη τήν τε δύσχιμον χθόνα | Μήδων
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 186 (185-186)
- (για φίδι, δράκοντα) επικίνδυνος, φοβερός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 503 (501-503)
- πρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς, ἥτ᾽ ἀγχίπτολις | πύλαισι γείτων, ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβριν, | εἴρξει νεοσσῶν ὡς δράκοντα δύσχιμον·
- Μα πρώτα η Όγκα η Αθηνά, που έξω απ᾽ τη Θήβα | κάθεται πλάι στην πύλη αυτή, εχθρεύοντάς του | την έπαρση, σαν άγριο φίδι απ᾽ τα πουλιά της θεν᾽ αποδιώξει·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- πρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς, ἥτ᾽ ἀγχίπτολις | πύλαισι γείτων, ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβριν, | εἴρξει νεοσσῶν ὡς δράκοντα δύσχιμον·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 503 (501-503)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δύσχιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύσχιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.