→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δύσχιμος τὸ δύσχιμον
      γενική τοῦ/τῆς δυσχίμου τοῦ δυσχίμου
      δοτική τῷ/τῇ δυσχίμ τῷ δυσχίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν δύσχιμον τὸ δύσχιμον
     κλητική ! δύσχιμε δύσχιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δύσχιμοι τὰ δύσχιμ
      γενική τῶν δυσχίμων τῶν δυσχίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσχίμοις τοῖς δυσχίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσχίμους τὰ δύσχιμ
     κλητική ! δύσχιμοι δύσχιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσχίμω τὼ δυσχίμω
      γεν-δοτ τοῖν δυσχίμοιν τοῖν δυσχίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δύσχιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

δύσχιμος, -ος, -ον

  1. ταραχώδης, τρικυμιώδης
  2. (για καιρικές συνθήκες) άγριος, επικίνδυνος, σφοδρός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 186 (185-186)
    ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι | σταγόνες ἄφαρκτοι δυσχίμου πλημυρίδος,
    κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλες, | αβάσταγες, σα χειμωνιάτικης πλημμύρας,
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 15 (15-16)
    Βάκτριά τε τείχη τήν τε δύσχιμον χθόνα | Μήδων
    και τα Βάκτρια τείχη και την άγρια χώρα | των Μήδων
    Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  3. (για φίδι, δράκοντα) επικίνδυνος, φοβερός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 503 (501-503)
    πρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς, ἥτ᾽ ἀγχίπτολις | πύλαισι γείτων, ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβριν, | εἴρξει νεοσσῶν ὡς δράκοντα δύσχιμον·
    Μα πρώτα η Όγκα η Αθηνά, που έξω απ᾽ τη Θήβα | κάθεται πλάι στην πύλη αυτή, εχθρεύοντάς του | την έπαρση, σαν άγριο φίδι απ᾽ τα πουλιά της θεν᾽ αποδιώξει·
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία