δόγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δόγα | οι | δόγες |
γενική | της | δόγας | των | δογών |
αιτιατική | τη | δόγα | τις | δόγες |
κλητική | δόγα | δόγες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δόγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δόγα < ιταλική doga • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδόγα θηλυκό
- καμπυλωμένη λωρίδα ξύλου, μακρόστενη σανίδα, όπου πολλές μαζί κολλητά η μια με την άλλη χρησιμοποιούνται σε διάφορες κατασκευές, όπως σκαφών, βαρελιών ή των αντηχείων ορισμένων μουσικών οργάνων (μπουζούκι, μπαγλαμάς κ.ά.)