μπαγλαμάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαγλαμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική bağlama (το σάζι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ba.ɣlaˈmas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαγλαμάς αρσενικό
- (μουσικό όργανο) τρίχορδο μουσικό όργανο με μικρό αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ σχετικά μπράτσο που συχνά συνοδεύει το μπουζούκι σε λαϊκές ορχήστρες
- (μεταφορικά) άνθρωπος ανόητος, χωρίς αξία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μπαγλαμάς στη Βικιπαίδεια