δυσκαταποσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δυσκαταποσία θηλυκό
- (ιατρική) δυσκολία στην κατάποση
- Στη συνέχεια, η πλειονότητα (70%) των ασθενών θα εμφανίσει τη μανιακή μορφή της λύσσας με υπερδιέγερση, ευέξαπτη συμπεριφορά, υδροφοβία, αεροφοβία, ψευδαισθήσεις, σιελόρροια και δυσκαταποσία. (*)