σιελόρροια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιελόρροια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sialorrhé < αρχαία ελληνική σίαλος (σάλιο) + -ρροια (<ρέω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασιελόρροια θηλυκό
- η αυξημένη παραγωγή σάλιου, κάτι που συχνά οφείλεται σε ψυχογενή αίτια, φάρμακα που περιέχουν βαρέα μέταλλα ή άλλη νόσο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιελόρροια