δυσθέατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσθέατος < αρχαία ελληνική δυσθέατος (συγχρονικά αναλύεται σε δυσ- + θεατός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈsθe.a.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σθέ‐α‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαδυσθέατος, -η, -ο [1]
- αυτός που διακρίνεται με δυσκολία
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσθέατος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δυσθέατος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ δυσθέατος | τὸ δυσθέατον | οἱ, αἱ δυσθέατοι | τὰ δυσθέατα |
Γενική | τοῦ, τῆς δυσθεάτου | τοῦ δυσθεάτου | τῶν δυσθεάτων | τῶν δυσθεάτων |
Δοτική | τῷ, τῇ δυσθεάτῳ | τῷ δυσθεάτῳ | τοῖς, ταῖς δυσθεάτοις | τοῖς δυσθεάτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν δυσθέατον | τὸ δυσθέατον | τοὺς, τὰς δυσθεάτους | τὰ δυσθέατα |
Κλητική | δυσθέατε | δυσθέατον | δυσθέατοι | δυσθέατα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | δυσθεάτω | |||
Γενική-Δοτική | δυσθεάτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδυσθέατος, -ος, -ον
- που φαίνεται με δυσκολία
Πηγές
επεξεργασία- δυσθέατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσθέατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.