Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυσγευσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δυσγευσί
α
οι
δυσγευσί
ες
γενική
της
δυσγευσί
ας
των
δυσγευσι
ών
αιτιατική
τη
δυσγευσί
α
τις
δυσγευσί
ες
κλητική
δυσγευσί
α
δυσγευσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυσγευσία
(
νεολογισμός
) <
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
dysgeusia
<
dys-
(
αρχαία ελληνική
δυσ-
) +
γεῦσις
+
-ia
(
-ία
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δυσγευσία
θηλυκό
(
ιατρική
) η
δυσκολία
στην
κατανόηση
της
γεύσης
, το να μην έχει κάποιος
γευστική
αίσθηση
※
Αοσμία
και
δυσγευσία
– Τα άγνωστα συμπτώματα του
κοροναϊού
.
(
*
εφημερίδα
Τα Νέα
, 25.3.2020)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσγευσία
αγγλικά
:
dysgeusia
(en)