αοσμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αοσμία | οι | αοσμίες |
γενική | της | αοσμίας | των | αοσμιών |
αιτιατική | την | αοσμία | τις | αοσμίες |
κλητική | αοσμία | αοσμίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αοσμία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀοσμία < ἄοσμος. Συγχρονικά αναλύεται σε άοσμ(ος) + -ία, ή σε α- στερητικό + οσμ(ή + -ία. Δείτε και ανοσμία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααοσμία θηλυκό
- έλλειψη οσμής, χωρίς μυρωδιά [1]
- ※ Κυρίαρχο το λευκό χρώμα και φοβική η ταφική αοσμία των ρόδων που κοσμούσαν τις ανθοστήλες (Το τέλος του γαλάζιου ρόδου, Ελένη Πριοβόλου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014 [1])
- (ιατρική) άλλη μορφή του ανοσμία [2]
- ※ Αοσμία και δυσγευσία – Τα άγνωστα συμπτώματα του κοροναϊού. (* εφημερίδα Τα Νέα, 25.3.2020])
- ≈ συνώνυμα: ανοσφρησία
Μεταφράσεις
επεξεργασία (ιατρική)
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αοσμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αοσμία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας