δυσαπορρόφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυσαπορρόφηση | οι | δυσαπορροφήσεις |
γενική | της | δυσαπορρόφησης* | των | δυσαπορροφήσεων |
αιτιατική | τη | δυσαπορρόφηση | τις | δυσαπορροφήσεις |
κλητική | δυσαπορρόφηση | δυσαπορροφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσαπορροφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσαπορρόφηση < δυσ- + απορρόφηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική malabsorption[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική malabsorption[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσαπορρόφηση θηλυκό
- (ιατρική) η δυσκολία ή αδυναμία απορρόφησης διαφόρων τροφών μέσω του πεπτικού συστήματος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Malabsorption στην αγγλική Βικιπαίδεια
- δυσανεξία
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσαπορρόφηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 δυσαπορρόφηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)