↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσαπορρόφηση οι δυσαπορροφήσεις
      γενική της δυσαπορρόφησης* των δυσαπορροφήσεων
    αιτιατική τη δυσαπορρόφηση τις δυσαπορροφήσεις
     κλητική δυσαπορρόφηση δυσαπορροφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσαπορροφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσαπορρόφηση < δυσ- + απορρόφηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική malabsorption[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική malabsorption[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυσαπορρόφηση θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 δυσαπορρόφησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)