δρῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δρῶν | ἡ | δρῶσᾰ | τὸ | δρῶν |
γενική | τοῦ | δρῶντος | τῆς | δρώσης | τοῦ | δρῶντος |
δοτική | τῷ | δρῶντῐ | τῇ | δρώσῃ | τῷ | δρῶντῐ |
αιτιατική | τὸν | δρῶντᾰ | τὴν | δρῶσᾰν | τὸ | δρῶν |
κλητική ὦ! | δρῶν | δρῶσᾰ | δρῶν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | δρῶντες | αἱ | δρῶσαι | τὰ | δρῶντᾰ |
γενική | τῶν | δρώντων | τῶν | δρωσῶν | τῶν | δρώντων |
δοτική | τοῖς | δρῶσῐ(ν) | ταῖς | δρώσαις | τοῖς | δρῶσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | δρῶντᾰς | τὰς | δρώσᾱς | τὰ | δρῶντᾰ |
κλητική ὦ! | δρῶντες | δρῶσαι | δρῶντᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρῶντε | τὼ | δρώσᾱ | τὼ | δρῶντε |
γεν-δοτ | τοῖν | δρώντοιν | τοῖν | δρώσαιν | τοῖν | δρώντοιν |
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'τιμῶν' όπως «τιμῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δρῶν: → δείτε συνηρημένο ρήμα δράω
Μετοχή
επεξεργασίαδρῶν, δρῶσα, δρῶν
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δράω
Πηγές
επεξεργασία- δράω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.