δρύφακτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δρύφακτο | τα | δρύφακτα |
γενική | του | δρύφακτου | των | δρύφακτων |
αιτιατική | το | δρύφακτο | τα | δρύφακτα |
κλητική | δρύφακτο | δρύφακτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δρύφακτο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρύφακτος με μεταπλασμό σε ουδετέρου γένους με βάση την αιτιατική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδρύφακτο ουδέτερο
- (επίσημο, τεχνολογία) κινητή μπάρα ή δοκός που κατεβαίνοντας εμποδίζει την κίνηση οχημάτων ή πεζών
- (επίσημο, ναυτικός όρος) κουπαστή, παραπέτο, στηθαίο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δρύφακτο
|
Πηγές
επεξεργασία- δρύφρακτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δρύφακτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- δρύφρακτο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)