↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δρύφακτο τα δρύφακτα
      γενική του δρύφακτου των δρύφακτων
    αιτιατική το δρύφακτο τα δρύφακτα
     κλητική δρύφακτο δρύφακτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δρύφακτο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρύφακτος με μεταπλασμό σε ουδετέρου γένους με βάση την αιτιατική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δρύφακτο ουδέτερο

  1. (επίσημο, τεχνολογία) κινητή μπάρα ή δοκός που κατεβαίνοντας εμποδίζει την κίνηση οχημάτων ή πεζών
  2. (επίσημο, ναυτικός όρος) κουπαστή, παραπέτο, στηθαίο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία