Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δρόγη οι δρόγες
      γενική της δρόγης των δρογών
    αιτιατική τη δρόγη τις δρόγες
     κλητική δρόγη δρόγες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δρόγη < (άμεσο δάνειο) γαλλική drogue (φάρμακο) < μέση ολλανδική droge < πρωτογερμανική *draugiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰereuǵʰ- / *dʰerǵʰ- < *dʰer- (κρατώ, υποστηρίζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δρόγη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία