δρόγη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δρόγη | οι | δρόγες |
γενική | της | δρόγης | των | δρογών |
αιτιατική | τη | δρόγη | τις | δρόγες |
κλητική | δρόγη | δρόγες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δρόγη < (άμεσο δάνειο) γαλλική drogue (φάρμακο) < μέση ολλανδική droge < πρωτογερμανική *draugiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰereuǵʰ- / *dʰerǵʰ- < *dʰer- (κρατώ, υποστηρίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδρόγη θηλυκό
- κάθε φυσικό προϊόν (κυρίως φυτικής προέλευσης, αλλά όχι αποκλειστικά) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν φάρμακο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- δρόγη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία δρόγη
|