Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δραματολογικός η δραματολογική το δραματολογικό
      γενική του δραματολογικού της δραματολογικής του δραματολογικού
    αιτιατική τον δραματολογικό τη δραματολογική το δραματολογικό
     κλητική δραματολογικέ δραματολογική δραματολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δραματολογικοί οι δραματολογικές τα δραματολογικά
      γενική των δραματολογικών των δραματολογικών των δραματολογικών
    αιτιατική τους δραματολογικούς τις δραματολογικές τα δραματολογικά
     κλητική δραματολογικοί δραματολογικές δραματολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δραματολογικός < δραματολογ(ία) ή δραματολόγ(ος) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρα‐να‐το‐λο‐γι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

δραματολογικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία