↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραματολογία οι δραματολογίες
      γενική της δραματολογίας των δραματολογιών
    αιτιατική τη δραματολογία τις δραματολογίες
     κλητική δραματολογία δραματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δραματολογία < δράμα, -δράματ(ος) + -ο- + -λογία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðɾa.ma.to.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρα‐μα‐το‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δραματολογία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία