↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δονκιχωτισμός οι δονκιχωτισμοί
      γενική του δονκιχωτισμού των δονκιχωτισμών
    αιτιατική τον δονκιχωτισμό τους δονκιχωτισμούς
     κλητική δονκιχωτισμέ δονκιχωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δονκιχωτισμός < γαλλική donquichotisme < Don Quichotte < ισπανική don Quixote < Quixano

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δονκιχωτισμός αρσενικό

  1. η μανία να διορθώνει κανείς τα στραβά και να υπερασπίζεται τους καταπιεσμένους, δηλαδή να προσπαθεί να κάνει τον κόσμο καλύτερο και να λειτουργεί σαν ήρωας
  2. (ειρωνικό) η ανιδιοτελής, ρομαντική και ταυτόχρονα ουτοπική στάση που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο ο οποίος υπερασπίζεται κάποιο ιδανικό με τρόπο που δείχνει ότι δεν έχει επαφή με την καθημερινή πραγματικότητα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία